Είναι η πρώτη φορά που γράφω κάτι σαν βιβλίο γι αυτό please με κρίνεται αυστηρά. Αυτό είναι (ας πούμε το 1ο κεφάλαιο)'
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
«.ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΜΟ ΥΨΗΛΟΒΑΘΜΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΞΕΣΚΕΠΑΣΤΗΚΕ ΧΘΕΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ! ΕΞΑΡΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΔΗΛΩΣΑΝ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ» ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ!»
Η Ζωή έκλεισε τα αυτιά της με τα χέρια της. Τι ξεφώνιζε αυτός έτσι, πρωινιάτικα; Όταν ήθελε η καημένη να κοιμηθεί, πάντα κάτι θα γινόταν και θα έπρεπε να ξυπνήσει απότομα. Ή θα έμπαινε η μάνα της με την ηλεκτρική σκούπα μέσα στο δωμάτιο, ή θα χτυπούσε το τηλέφωνο, ή κάποιο θα φώναζε «ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ!». Η κοπέλα άπλωσε τα χέρια της για να πιάσει το μαξιλάρι. Όμως αντί για το μαξιλάρι, τα χέρια της ακούμπησαν στο πάτωμα. Ωχ, μάλιστα…Μάλλον θα είχε πέσει καθώς κοιμόταν. Σηκώθηκε στα γόνατα, έτριψε τα μάτια της και ύστερα τα άνοιξε αργά. Αυτό, όμως που αντίκρισε δεν ήταν το δωμάτιο της. Δεν ήταν καν στο σπίτι της.
Η Ζωή βρισκόταν σε μια άγνωστη, παλιά, εγκαταλελειμμένη, διώροφη μονοκατοικία. Το μέρος αυτό ήταν μισοσκότεινο, γιατί τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλα που σχημάτιζαν Χ. Υπήρχαν μερικά παμπάλαια, φθαρμένα και κατασκονισμένα έπιπλα. Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια και περιεργάστηκε τον χώρο τριγύρω της. Οι τοίχοι ήταν λερωμένοι και κιτρινισμένοι, ενώ υπήρχαν από εδώ και από εκεί κακόγουστα γκράφιτι. Παλιότερα ίσως υπήρχε πάνω στους τοίχους ταπετσαρία, γιατί μερικά κομμάτια της, που είχαν ξεκολλήσει, ήταν πεσμένα στο πάτωμα.
Τότε η κοπέλα παρατήρησε, πως μπροστά από τη σκάλα, που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα της μονοκατοικίας, ήταν κάτι ζωγραφισμένο στο πάτωμα. Πλησίασε και έσκυψε πάνω από αυτό το κάτι. Ήταν ένα κεφαλαίο «Ζ», όπως Ζωή. Το κορίτσι, τότε συνειδητοποίησε, πως αυτό το Ζ ήταν γραμμένο με ένα κόκκινο υγρό, που έμοιαζε με αίμα. Η κοπέλα ανατρίχιασε ολόκληρη με αυτό που είδε. Πράγματι, το Ζ είχε γραφτεί με αίμα και μάλιστα μέσα στο σπίτι υπήρχαν και άλλες κηλίδες, που οδηγούσαν στο πάνω πάτωμα. Το κορίτσι είχε φρίξει με αυτό, που αντίκριζε. Δεν είχε κάποια φοβία, με το αίμα, όμως το θέαμα ήταν τρομαχτικό. Η Ζωή ήθελε να ακολουθήσει τις κηλίδες, όμως είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, που μόλις κατάφερε να κουνηθεί από την θέση της έτρεξε πανικόβλητη προς την έξοδο του σπιτιού. Η πόρτα, αντίθετα από τα παράθυρα, ήταν ορθάνοικτη.
Η Ζωή βγήκε έξω από το σπίτι τρέμοντας. Το πρώτο πράγμα που είδε μπροστά της ήταν ένας δεκαπεντάχρονος πιτσιρικάς, που μοίραζε τις εφημερίδες, ξεφωνίζοντας. Ώστε υπήρχαν ακόμα άτομα που πουλούσαν έτσι τις εφημερίδες, αναρωτήθηκε η Ζωή. Άραγε να έβγαζε καθόλου χρήματα; Η κοπέλα κοίταξε εξεταστικά το αγοράκι, αν και εκείνο δεν φάνηκε να την προσέχει. Μάλλον ήταν πολύ προσηλωμένο στην δουλειά του…
Η κοπέλα βρισκόταν έξω από το ερειπωμένο σπίτι, σε μια φτωχική και θορυβώδης γειτονιά. Και τα άλλα σπίτια γύρω της, ήταν στην ίδια κατάσταση, φθαρμένα και βρόμικα. Σίγουρα δεν ζούσε κανείς μέσα σε αυτά. Μόνο ο κόμης Δράκουλας θα μπορούσε να επιβιώσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Και τώρα που το σκεφτόταν, όλα αυτά τα σπίτια φάνταζαν κάπως ανατριχιαστικά. Έτρεμε ολόκληρη και μόνο στη σκέψη, πως όλα αυτά τα σπίτι τριγύρω της ήταν λερωμένα μέσα με αίμα.
Έξυσε το κεφάλι της και προσπάθησε να θυμηθεί πως είχε βρεθεί εκεί. Το σίγουρο ήταν πως είχε ξαναβρεθεί σε αυτήν την γειτονιά...
Προσπάθησε να πιέσει τον εαυτό της να θυμηθεί και μια σειρά από εικόνες πέρασαν μπροστά από τα μάτια της. Πρώτα είδε το εαυτό της να φτιάχνει την βαλίτσα της… Ύστερα είδε την κολλητή της με τον Λευτέρη σε ένα αμάξι….Ένα φορτηγό…Μια λάμψη…Ένα αγόρι…
Και τότε θυμήθηκε, περίπου, τι είχε συμβεί. Το μυαλό της άρχισε της παρουσιάζει τι είχε συμβεί. Θα πήγαινε διακοπές με την Ηρώ και τον Λευτέρη, στο εξοχικό τους. Ναι, θα πήγαιναν με το αυτοκίνητο του Λευτέρη, που το είχε αγοράσει μόλις εκείνον τον μήνα. Θυμόταν που είχαν πάει μαζί να πάρει το δίπλωμα οδήγησης, μια εβδομάδα πριν. Ήταν πολύ χαρούμενος. Ήρθαν και την πήραν από το σπίτι. Ξεκίνησαν χαρούμενοι για τις διακοπές τους, το απογευματάκι. Όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί μετά…
Τριγύρω της περνούσαν πολύ γρήγορα, βιαστικά, πολλοί, πάρα πολλοί ανήσυχοι άνθρωποι, που έτρεχαν στις δουλειές τους. Είχε μεγάλη κοσμοσυρροή το μέρος και η κοπέλα υπέθεσε, πως μάλλον ήταν κάπου κοντά στο κέντρο της Αθήνας. …Η Ζωή ένοιωσε ξαλαφρωμένη που δεν ήταν μόνη της εκεί πέρα, γιατί πρώτον το μέρος την ανατρίχιαζε πάρα πολύ και δεύτερον παρόλου που ήταν σίγουρη, πως είχε ξαναέρθει σε αυτή την μεριά της Αθήνας, δεν θυμόταν που ακριβώς βρισκόταν και πως μπορούσε να γυρίσει πίσω. Ευτυχώς, όμως τώρα μπορούσε να ρωτήσει κάποιον από τους πολυάσχολους περαστικούς, για να την κατατοπίσουν.
«ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΘΥΜΑΤΑ ΘΡΑΣΥΤΑΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ ΕΠΕΣΑΝ ΔΥΟ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΣΥΜΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ! ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΤΟΥΣ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΑΝ ΚΑΙ ΑΡΠΑΞΑΝ ΟΤΙ ΒΡΗΚΑΝ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ!» άρχισε να φωνάζει πάλι το αγοράκι.
Τι είχε συμβεί; Γιατί δεν θυμόταν τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού; Είχαν τρακάρει; Και αν είχαν τρακάρει, που ήταν η Ηρώ και ο Λευτέρης; Να είχαν χτυπήσει άραγε; Και αν ήταν βαριά; Ναι, πρέπει να είχαν τρακάρει, γιατί θυμόταν ένα φορτηγό που ερχόταν καταπάνω τους. Ναι, συγκρούστηκαν με μια νταλίκα. Και μετά…Και μετά τι…; Τι έγινε; Το μόνο που θυμόταν ήταν η κόρνα και τα φώτα της νταλίκας. Και ένα αγόρι. Ένα αγόρι τρομαχτικό και γοητευτικό, ταυτόχρονα. Με άσπρα, κοντά μαλλιά, αδύνατο και ψηλό, με γαλανά, σχεδόν διάφανα, γουρλωτά μάτια, κάτωχρο και ανατριχιαστικό. Όσο και να πίεζε τα μυαλό της δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα άλλο.
«ΦΡΙΚΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ. ΔΥΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ. ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΕΠΙΖΗΣΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ. ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟ ΧΑΜΟ ΤΗΣ ΝΕΑΡΗΣ ΚΟΠΕΛΑΣ. ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ!»
Η Ζωή γύρισε και κοίταξε το παιδί με τις εφημερίδες. Πάγωσε μόλις είδε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας. Κάτω από τους πηχυαίους τίτλους για το δυστύχημα υπήρχε μια τεράστια φωτογραφία της. Η κοπέλα πλησίασε τον πάγκο με τις εφημερίδες. Σε όλες τις εφημερίδες υπήρχε η φωτογραφία της, με την λεζάντα «Τραγικός ο χαμός της νεαρής κοπέλας.»
«.ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΜΟ ΥΨΗΛΟΒΑΘΜΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΞΕΣΚΕΠΑΣΤΗΚΕ ΧΘΕΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ! ΕΞΑΡΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΔΗΛΩΣΑΝ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ» ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ!»
Η Ζωή έκλεισε τα αυτιά της με τα χέρια της. Τι ξεφώνιζε αυτός έτσι, πρωινιάτικα; Όταν ήθελε η καημένη να κοιμηθεί, πάντα κάτι θα γινόταν και θα έπρεπε να ξυπνήσει απότομα. Ή θα έμπαινε η μάνα της με την ηλεκτρική σκούπα μέσα στο δωμάτιο, ή θα χτυπούσε το τηλέφωνο, ή κάποιο θα φώναζε «ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ!». Η κοπέλα άπλωσε τα χέρια της για να πιάσει το μαξιλάρι. Όμως αντί για το μαξιλάρι, τα χέρια της ακούμπησαν στο πάτωμα. Ωχ, μάλιστα…Μάλλον θα είχε πέσει καθώς κοιμόταν. Σηκώθηκε στα γόνατα, έτριψε τα μάτια της και ύστερα τα άνοιξε αργά. Αυτό, όμως που αντίκρισε δεν ήταν το δωμάτιο της. Δεν ήταν καν στο σπίτι της.
Η Ζωή βρισκόταν σε μια άγνωστη, παλιά, εγκαταλελειμμένη, διώροφη μονοκατοικία. Το μέρος αυτό ήταν μισοσκότεινο, γιατί τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλα που σχημάτιζαν Χ. Υπήρχαν μερικά παμπάλαια, φθαρμένα και κατασκονισμένα έπιπλα. Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια και περιεργάστηκε τον χώρο τριγύρω της. Οι τοίχοι ήταν λερωμένοι και κιτρινισμένοι, ενώ υπήρχαν από εδώ και από εκεί κακόγουστα γκράφιτι. Παλιότερα ίσως υπήρχε πάνω στους τοίχους ταπετσαρία, γιατί μερικά κομμάτια της, που είχαν ξεκολλήσει, ήταν πεσμένα στο πάτωμα.
Τότε η κοπέλα παρατήρησε, πως μπροστά από τη σκάλα, που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα της μονοκατοικίας, ήταν κάτι ζωγραφισμένο στο πάτωμα. Πλησίασε και έσκυψε πάνω από αυτό το κάτι. Ήταν ένα κεφαλαίο «Ζ», όπως Ζωή. Το κορίτσι, τότε συνειδητοποίησε, πως αυτό το Ζ ήταν γραμμένο με ένα κόκκινο υγρό, που έμοιαζε με αίμα. Η κοπέλα ανατρίχιασε ολόκληρη με αυτό που είδε. Πράγματι, το Ζ είχε γραφτεί με αίμα και μάλιστα μέσα στο σπίτι υπήρχαν και άλλες κηλίδες, που οδηγούσαν στο πάνω πάτωμα. Το κορίτσι είχε φρίξει με αυτό, που αντίκριζε. Δεν είχε κάποια φοβία, με το αίμα, όμως το θέαμα ήταν τρομαχτικό. Η Ζωή ήθελε να ακολουθήσει τις κηλίδες, όμως είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, που μόλις κατάφερε να κουνηθεί από την θέση της έτρεξε πανικόβλητη προς την έξοδο του σπιτιού. Η πόρτα, αντίθετα από τα παράθυρα, ήταν ορθάνοικτη.
Η Ζωή βγήκε έξω από το σπίτι τρέμοντας. Το πρώτο πράγμα που είδε μπροστά της ήταν ένας δεκαπεντάχρονος πιτσιρικάς, που μοίραζε τις εφημερίδες, ξεφωνίζοντας. Ώστε υπήρχαν ακόμα άτομα που πουλούσαν έτσι τις εφημερίδες, αναρωτήθηκε η Ζωή. Άραγε να έβγαζε καθόλου χρήματα; Η κοπέλα κοίταξε εξεταστικά το αγοράκι, αν και εκείνο δεν φάνηκε να την προσέχει. Μάλλον ήταν πολύ προσηλωμένο στην δουλειά του…
Η κοπέλα βρισκόταν έξω από το ερειπωμένο σπίτι, σε μια φτωχική και θορυβώδης γειτονιά. Και τα άλλα σπίτια γύρω της, ήταν στην ίδια κατάσταση, φθαρμένα και βρόμικα. Σίγουρα δεν ζούσε κανείς μέσα σε αυτά. Μόνο ο κόμης Δράκουλας θα μπορούσε να επιβιώσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Και τώρα που το σκεφτόταν, όλα αυτά τα σπίτια φάνταζαν κάπως ανατριχιαστικά. Έτρεμε ολόκληρη και μόνο στη σκέψη, πως όλα αυτά τα σπίτι τριγύρω της ήταν λερωμένα μέσα με αίμα.
Έξυσε το κεφάλι της και προσπάθησε να θυμηθεί πως είχε βρεθεί εκεί. Το σίγουρο ήταν πως είχε ξαναβρεθεί σε αυτήν την γειτονιά...
Προσπάθησε να πιέσει τον εαυτό της να θυμηθεί και μια σειρά από εικόνες πέρασαν μπροστά από τα μάτια της. Πρώτα είδε το εαυτό της να φτιάχνει την βαλίτσα της… Ύστερα είδε την κολλητή της με τον Λευτέρη σε ένα αμάξι….Ένα φορτηγό…Μια λάμψη…Ένα αγόρι…
Και τότε θυμήθηκε, περίπου, τι είχε συμβεί. Το μυαλό της άρχισε της παρουσιάζει τι είχε συμβεί. Θα πήγαινε διακοπές με την Ηρώ και τον Λευτέρη, στο εξοχικό τους. Ναι, θα πήγαιναν με το αυτοκίνητο του Λευτέρη, που το είχε αγοράσει μόλις εκείνον τον μήνα. Θυμόταν που είχαν πάει μαζί να πάρει το δίπλωμα οδήγησης, μια εβδομάδα πριν. Ήταν πολύ χαρούμενος. Ήρθαν και την πήραν από το σπίτι. Ξεκίνησαν χαρούμενοι για τις διακοπές τους, το απογευματάκι. Όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί μετά…
Τριγύρω της περνούσαν πολύ γρήγορα, βιαστικά, πολλοί, πάρα πολλοί ανήσυχοι άνθρωποι, που έτρεχαν στις δουλειές τους. Είχε μεγάλη κοσμοσυρροή το μέρος και η κοπέλα υπέθεσε, πως μάλλον ήταν κάπου κοντά στο κέντρο της Αθήνας. …Η Ζωή ένοιωσε ξαλαφρωμένη που δεν ήταν μόνη της εκεί πέρα, γιατί πρώτον το μέρος την ανατρίχιαζε πάρα πολύ και δεύτερον παρόλου που ήταν σίγουρη, πως είχε ξαναέρθει σε αυτή την μεριά της Αθήνας, δεν θυμόταν που ακριβώς βρισκόταν και πως μπορούσε να γυρίσει πίσω. Ευτυχώς, όμως τώρα μπορούσε να ρωτήσει κάποιον από τους πολυάσχολους περαστικούς, για να την κατατοπίσουν.
«ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΘΥΜΑΤΑ ΘΡΑΣΥΤΑΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ ΕΠΕΣΑΝ ΔΥΟ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΣΥΜΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ! ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΤΟΥΣ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΑΝ ΚΑΙ ΑΡΠΑΞΑΝ ΟΤΙ ΒΡΗΚΑΝ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ!» άρχισε να φωνάζει πάλι το αγοράκι.
Τι είχε συμβεί; Γιατί δεν θυμόταν τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού; Είχαν τρακάρει; Και αν είχαν τρακάρει, που ήταν η Ηρώ και ο Λευτέρης; Να είχαν χτυπήσει άραγε; Και αν ήταν βαριά; Ναι, πρέπει να είχαν τρακάρει, γιατί θυμόταν ένα φορτηγό που ερχόταν καταπάνω τους. Ναι, συγκρούστηκαν με μια νταλίκα. Και μετά…Και μετά τι…; Τι έγινε; Το μόνο που θυμόταν ήταν η κόρνα και τα φώτα της νταλίκας. Και ένα αγόρι. Ένα αγόρι τρομαχτικό και γοητευτικό, ταυτόχρονα. Με άσπρα, κοντά μαλλιά, αδύνατο και ψηλό, με γαλανά, σχεδόν διάφανα, γουρλωτά μάτια, κάτωχρο και ανατριχιαστικό. Όσο και να πίεζε τα μυαλό της δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα άλλο.
«ΦΡΙΚΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ. ΔΥΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ. ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΕΠΙΖΗΣΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ. ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟ ΧΑΜΟ ΤΗΣ ΝΕΑΡΗΣ ΚΟΠΕΛΑΣ. ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ! ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ!»
Η Ζωή γύρισε και κοίταξε το παιδί με τις εφημερίδες. Πάγωσε μόλις είδε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας. Κάτω από τους πηχυαίους τίτλους για το δυστύχημα υπήρχε μια τεράστια φωτογραφία της. Η κοπέλα πλησίασε τον πάγκο με τις εφημερίδες. Σε όλες τις εφημερίδες υπήρχε η φωτογραφία της, με την λεζάντα «Τραγικός ο χαμός της νεαρής κοπέλας.»
4 comments:
Τέλειο! Που το βρήκες; Δικό σου είναι;
Yes it' mine!Όλοdiko mou! Πολύ χαίρομαι που σ άρεσε!Και έχει και συνέχεια εννοείται!
Ρε είναι απλά τέλειο! Εγώ είχα αρχίσει να γράφω ένα βιβλίο από πολύ παλιά για 3-4 χρόνια και ήρθε ένας πούστης κομπιουτεράς και μου το έσβησε!...
Poooo Pikra! An to pathaina afto tha ekoba tis fleves moy!tha ginomoun emo!Padws an s aresei xanarxise to!Egw xexniemai me ta vivlia mou (nai einai polla). Ekfrazesai kai baineis e enan allo kosmo. einai apla teleio...
Post a Comment