Saturday, March 29, 2008

Άριαν και Μέιργκ κεφ.1

Παλιά είχα αρχίσει να γράγω ένα βιβλίο το οποίο όμως μου έσβησε ένας μαλάκας κομπιουτεράς, πονεμένη ιστορία... Πριν από κανά μήνα ξανάρχισα να το γράφω απ' την αρχή καλύτερο από πριν.
Σας βάζω το πρώτο κεφάλαιο.


Άριαν και Μέιργκ

Κεφάλαιο 1ο

Το χιόνι έπεφτε πυκνό. Τα βήματά τους γίνονταν όλο και πιο δύσκολα καθώς η θύελλα δυνάμωνε.
Ο Άριαν, η Μέιργκ και οι γονείς τους, ο κύριος και η κυρία Λας είχαν πάει για ορειβασία σε μία από τις πλαγιές του όρους Λέιετ. Όλα έδειχναν ότι θα πήγαιναν καλά και ο καιρός προβλεπόταν αίθριος. Παρόλα αυτά, από το μεσημέρι είχε αρχίσει μία αραιή χιονόπτωση που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε χιονοθύελλα. Τώρα, η μόνη τους ελπίδα ήταν να φτάσουν στο καταφύγιο. Δεν ήταν μακριά, αλλά με την ομίχλη που είχε και το χιόνι που έπεφτε δεν θα ήταν καθόλου εύκολο.
Ο Άριαν έσερνε με δυσκολία τα πόδια του μέσα στο πυκνό χιόνι. Το μόνο που μπορούσε να δει γύρω του ήταν ένα άσπρο τοπίο. Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο δύσκολη σε κάθε του βήμα λόγω του αυξημένου υψομέτρου και σχεδόν δεν ένοιωθε τα πόδια του, λες και δεν ανήκαν στον ίδιο.
Η Μέιργκ βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση. Κόντευε να καταρρεύσει από την κούραση και σίγουρα δεν θα άντεχε να προχωράει για πολύ ακόμα υπό αυτές τις συνθήκες.
Μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησαν για να ανέβουν στο βουνό. Η ιδέα ήταν των γονιών της, όπως και όλες οι παράδοξες ιδέες στο σπίτι τους. Είχαν κάνει άλλη μια φορά ορειβασία με τον σύλλογο της πόλης και, ξετρελαμένοι, δεν έβλεπαν την ώρα να ξαναπάνε για ορειβασία. Και φυσικά δεν θα μπορούσαν να διαλέξουν κάποιο πιο εύκολο βουνό για να ανέβουν, παρά το Λέιετ, ένα από τα πιο απότομα βουνά της περιοχής. Αλλά έτσι ήταν πάντα οι γονείς της. Δεν κάθονταν ποτέ να σκεφτούν για πολύ κάτι πριν το κάνουν.
Ξαφνικά ο κύριος Λας την έβγαλε από τις σκέψεις της καθώς φώναξε με όλη του τη δύναμη για να ακουστεί με το δυνατό αέρα:
«Το καταφύγιο! Το καταφύγιο!» δείχνοντας ένα μικρό ξύλινο κτίσμα που διακρινόταν με δυσκολία μέσα στο άσπρο τοπίο.
Η οικογένεια τάχυνε το βήμα της όσο μπορούσε και σε λίγη ώρα έφτασαν, ξεθεωμένοι όλοι, στο καταφύγιο με τους λίγους αποκλεισμένους ορειβάτες.



Αφού έφαγαν την ζεστή φασολάδα που τους ετοίμασε η μαγείρισσα, μία γλυκύτατη κυρία, έπεσαν όλοι για ύπνο. Ο Άριαν ήταν εξουθενωμένος και δεν μπόρεσε να παραμείνει ξύπνιος για πολλή ώρα. Όλο του το κορμί πονούσε από την πολύωρη ανάβαση και θα έδινε τα πάντα για μερικές ώρες ύπνου. Οι γονείς του ροχάλιζαν ήδη σιγανά και η ανάσα της αδερφής του ακουγόταν ρυθμικά. Αγνοώντας την κούρασή του, σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Περπατώντας προσεκτικά για να μην ξυπνήσει κανέναν από τους ορειβάτες, καθώς κοιμούνταν όλοι μαζί στον ίδιο χώρο σε μικροσκοπικές ξύλινες κουκέτες, πλησίασε το παράθυρο. Η ανάσα του θόλωσε το παγωμένο τζάμι, και ο Άριαν άφησε πάνω του το αποτύπωμα του χεριού του.
Το παράθυρο ήταν προφυλαγμένο από το χιόνι με μια μικρή στέγη, μα το φως έξω ήταν ελάχιστο. Κάθισε έτσι, σαν υπνωτισμένος να κοιτάει τις νιφάδες του χιονιού καθώς στροβιλίζονταν στο μανιασμένο αέρα. Σε λίγο τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι και άρχισε να διακρίνει τις κορυφές κάποιων κοντινών δέντρων και ύστερα κάποιων πιο μακριά.
Μα πως γινόταν αυτό; Μπορούσε να διακρίνει τώρα κάποιες πλαγιές παρά το σκοτάδι, το χιόνι και την ομίχλη. Ο Άριαν έτριψε τα μάτια του. Γύρισε για λίγο πίσω, μα όλοι ήταν βυθισμένοι στον ύπνο. Αλλά ακόμα και μέσα στο καταφύγιο όλα φαίνονταν διαφορετικά. Ήταν σαν να είχε αποκτήσει ξαφνικά κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα και μπορούσε να βλέπει στο σκοτάδι χωρίς κανένα πρόβλημα!
Ήταν πολύ κουρασμένος για να καθίσει να το σκεφτεί εκείνη τη στιγμή, όμως. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως όλα ήταν της φαντασίας του κι έτσι τον πήρε ο ύπνος.

1 comment:

medoussa said...

ax se katalavainw...kai egw trelenomai me to xioni. oti kai na graffw einai se xeimwna...
Y.Γ. ma kala fasolada?den tous ftanei h talaipwria tous?